- παρεμβάλλομαι
- παρεμβάλλομαι, παρεμβλήθηκα βλ. πίν. 147
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παρεμπίπτω — ΝΑ [εμπίπτω] πέφτω κοντά ή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα, εισδύω νεοελλ. 1. παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι, μεσολαβώ, επεμβαίνω 2. παρεμβαίνω αρχ. 1. εισχωρώ, εισέρχομαι κρυφά ή με δυσκολία («παρεμπεσόντων δ εἰς τὴν πολιτείαν ἡμῶν», Αισχίν.) … Dictionary of Greek
μεσολαβώ — (ΑM μεσολαβῶ, έω) βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο, διακόπτω, λύνω τη συνέχεια νεοελλ. 1. παρεμβαίνω μεταξύ προσώπων ή κρατών για την επίλυση διαφοράς ή για την επίτευξη συμφωνίας («μεσολάβησα και τελικά τούς συμβίβασα») 2. κάνω ενέργειες σε κάποιον… … Dictionary of Greek
έγκειμαι — (AM ἔγκειμαι) υπάρχω, βρίσκομαι («εδώ έγκειται η δυσκολία τού ζητήματος») αρχ. 1. περιβάλλομαι («ἔγκειμαι μόχθοις») 2. παρεμβάλλομαι 3. καταδιώκω επίμονα, πιέζω («ἐνέκειτο τῷ Περικλεῑ») 4. (για συζήτηση) διαφωνώ 5. είμαι ή γίνομαι ενοχλητικός 6.… … Dictionary of Greek
αντιφράσσω — ἀντιφράσσω κ. ττω (Α) 1. φράζω, εμποδίζω, αποτελώ φραγμό 2. φράζω γύρω περιφράζω 3. (για ουράνια σώματα) εισέρχομαι στην πορεία άλλου, παρεμβάλλομαι ως εμπόδιο στις ακτίνες του ήλιου … Dictionary of Greek
διασφηνώνω — (Α διασφηνῶ, όω) 1. χωρίζω, ανοίγω με σφήνα 2. μέσ. ενσφηνώνομαι, παρεμβάλλομαι … Dictionary of Greek
διαφύομαι — (αποθ.) (ΑΝ) φυτρώνω ανάμεσα αρχ. 1. αναβλαστάνω 2. αποχωρίζομαι, εξαρθρώνομαι («διαφύντος ἑνός», Εμπ.) 3. (για χρόνο) παρεμβάλλομαι 4. είμαι διαφορετικός («διαπέφυκε ἀλλήλων», Φιλόστρατος) 5. είμαι στενά δεμένος με κάτι ή κάποιον («οὗτος μὲν οὖν … Dictionary of Greek
διικνούμαι — διικνοῡμαι ( έομαι) (Α) [ικνούμαι] 1. περνώ ανάμεσα, διεισδύω 2. διηγούμαι, εκθέτω 3. (για χρόνο) παρεμβάλλομαι 4. (για ψυχικά πάθη) υπομένω μέχρι τέλους 5. φθάνω ώς ένα σημείο 6. πετυχαίνω με βλήματα έναν στόχο … Dictionary of Greek
εγγίγνομαι — ἐγγίγνομαι (Α) 1. γεννιέμαι, υπάρχω σε κάτι 2. (για παράσιτο ζωύφιο) αναπτύσσομαι στο δέρμα 3. (για πράγματα, ιδιότητες κ.λπ.) είμαι έμφυτος 4. (για γεγονότα) γίνομαι, συμβαίνω 5. (για συνομιλία) παρεμβάλλομαι, μεσολαβώ 6. απρόσ. επιτρέπεται,… … Dictionary of Greek
εμπίπτω — (AM ἐμπίπτω) 1. επιτίθεμαι ορμητικά 2. (για γεγονότα, καταστάσεις κ.λπ.) παρουσιάζομαι ξαφνικά, απροσδόκητα μσν. νεοελλ. περιλαμβάνομαι, περιέχομαι στην αρμοδιότητα, στη δικαιοδοσία, στον τομέα κ.λπ. («δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες τού Αρείου… … Dictionary of Greek
ενδίδω — (AM ἐνδίδωμι) 1. υποχωρώ, υποκύπτω («μή συγχωρεῑν ἐνδόντα τῇ τῶν πλειόνων γνώμη», Δημ.) 2. (για στέγη, πόρτα ή εύκαμπτα αντικείμενα) υποχωρώ, λυγίζω («με την ώθηση η σκεπή ενέδωσε») μσν. προστάζω, διατάζω αρχ. 1. δίνω στα χέρια («ἐνδοῡναι τήν… … Dictionary of Greek